-
1 συνεφάπτομαι
1 c. gen. rei, lay hold of jointly,ξίφους τινί Plu.Brut.52
; so without gen., συνεφάπτεσθαι.. ταῖς χερσὶ (with the hands)καὶ αὐτόν Gal.10.430
: metaph., put hand to along with another, take part, Pi.O.10(11).97; οὐκ ἔφη.. γιγνώσκειν τῶν συμμάχων τοὺς ὥσπερ συνεφαπτομένους τοῖς σπένδουσι τῶν ἱερῶν said he did not acknowledge those allies who as it were lay hands along with the offerers of libations upon the victims, i.e. who wish to share the profits, without the expenses and dangers of the war, Aeschin.2.84;σ. τῆς στρατείας Plu.Tim.8
, Luc.Am.6;τῆς διακονίας Plu.Phil.2
;τοῦ φόνου Id.Brut.17
;τῆς δημιουργίας τῷ θεῷ Jul.Or.4.150b
; to be connected with, [τοῦτο] σ. ἑτέρου γένους νοσήματος Gal.10.233
; of a muscle,- όμενος καὶ τοῦ πήχεως Id.18(2).986
.2 c. gen. pers., join one in attacking, Hdt.7.158.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεφάπτομαι
См. также в других словарях:
Σάββατο — Έβδομη ημέρα της εβραϊκής εβδομάδας, αφιερωμένη στον Κύριο. Η αρχαιότερη βιβλική νομοθεσία καθόριζε την ημέρα αυτή για πλήρη ανάπαυση, συνδέοντας την με την «ανάπαυση» του θεού κατά την έβδομη ημέρα της δημιουργίας (Γένεσις β’, Ικ.ε.), καθώς και… … Dictionary of Greek